ὅλκιμος — capable of being drawn out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλκιμος — η, ο (Α ὅλκιμος, ον) [ολκή] (για ιξώδη ουσία) αυτός που μπορεί να ελκυσθεί, δηλ. να τραβηχθεί («τὸ δὲ ἔλαιον ὅλκιμον πανταχῆ καὶ μαλακὸν ἄγεται περὶ τὸ σῶμα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για μέταλλα) αυτός που έχει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε ράβδους … Dictionary of Greek
ὁλκιμώτερον — ὅλκιμος capable of being drawn out masc acc comp sg ὅλκιμος capable of being drawn out neut nom/voc/acc comp sg ὅλκιμος capable of being drawn out adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλκιμον — ὅλκιμος capable of being drawn out masc/fem acc sg ὅλκιμος capable of being drawn out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκιμώτεραι — ὅλκιμος capable of being drawn out fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκίμου — ὅλκιμος capable of being drawn out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκιμωτέρας — ὁλκιμωτέρᾱς , ὅλκιμος capable of being drawn out fem acc comp pl ὁλκιμωτέρᾱς , ὅλκιμος capable of being drawn out fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευόλκιμος — εὐόλκιμος, ον (Α) αυτός που έλκεται, που σύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όλκιμος (< ολκή < έλκω) «αυτός που μπορεί κάποιος να τόν σύρει»] … Dictionary of Greek
ολκιμότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων υλικών, ιδίως μεταλλικών, που επιτρέπει τη μετατροπή τους σε λεπτότατα σύρματα. Τα περισσότερο όλκιμα υλικά είναι ο λευκόχρυσος, ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός, ο κασσίτερος, ο ψευδάργυρος και τα κράματά τους. Η ο … Dictionary of Greek